φηλητης

φηλητης
    φηλητής
    -οῦ и φηλήτης -ου ὅ мошенник, вор HH., Hes., Trag., Anth.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "φηλητης" в других словарях:

  • φηλήτης — φηλητής masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φηλήτης — ὁ, Α βλ. φιλήτης …   Dictionary of Greek

  • φηλῆτα — φηλητής masc voc sg φηλητής masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φηληταί — φηλητής masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φηλητέων — φηλητής masc gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φηλητήν — φηλητής masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φηλητῶν — φηλητής masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φηλήτῃσι — φηλητής masc dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φηλήτῃσιν — φηλητής masc dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλήτης — Επώνυμο Ελλήνων λογίων από την Ήπειρο. 1. Αναστάσιος (Ζίτσα 1793 – Βουκουρέστι 1883). Αφού σπούδασε νομικά στην Πίζα, χρημάτισε δικηγόρος στο Βουκουρέστι από το 1832 έως τον θάνατό του. Με διαθήκη παραχώρησε την περιουσία του στον Σύλλογο για τη… …   Dictionary of Greek

  • φηλήτας — φηλήτᾱς , φηλητής masc acc pl φηλήτᾱς , φηλητής masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»